τυφλίνος

τυφλίνος
ο / τυφλῑνος, ΝΑ, και τυφλίνης και τύφλην, Α
ζωολ. λόγια ονομασία είδους φιδιού που μοιάζει με στιλπνό σκουλήκι, τού Typhlops vermicularis, τού γένους τυφλώψ, τυπικού εκπροσώπου τής οικογένειας τυφλωπίδες
νεοελλ.
λόγια ονομασία άποδης σαύρας, είδος σκίγκου, γνωστό και με την κοινή ονομασία κονάκι
αρχ.
(κατά τον Ησύχ.) «ἰχθὺς Νειλώϊος»·
[ΕΤΥΜΟΛ. < τυφλός + επίθημα -ῖνος (πρβλ. κορακ-ίνος, κυπρ-ίνος), λόγω τών μικρών ματιών τού ερπετού].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • τυφλῖνος — blind masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τυφλῖνοι — τυφλῖνος blind masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τυφλίνης — (I) ὁ, Α (δ.τ.) βλ. τυφλίνος. (II) ὁ, Α βλ. τυφλίνος …   Dictionary of Greek

  • τυφλινίδιον — τὸ, Α [τυφλῑνος] υποκορ. τού τυφλίνος …   Dictionary of Greek

  • τυφλώψ — ο, / τυφλώψ, ῶπος, ο, ΝΑ, και τυφλώψ, ἡ, Α ο τυφλίνος νεοελλ. γένος οφιδίων, τυπικός εκπρόσωπος τής οικογένειας τυφλωπίδες, στο οποίο ανήκει και ο τυφλίνος αρχ. 1. τυφλός 2. αυτός που δίνει την εντύπωση τυφλού. [ΕΤΥΜΟΛ. < τυφλός + ώψ (βλ. λ.… …   Dictionary of Greek

  • κωφίας — κωφίας, ὁ (Α) είδος φιδιού, πιθ. ο τυφλίνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κωφός + κατάλ. ίας (πρβλ. τυφλ ίας)] …   Dictionary of Greek

  • τυφλίτης — ο, Ν τυφλίνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τυφλός + επίθημα ίτης (πρβλ. ποταμ ίτης)] …   Dictionary of Greek

  • τύφλη — ἡ, Α είδος ψαριού τού ποταμού Νείλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < τυφλός (πρβλ. τυφλῖνος)] …   Dictionary of Greek

  • τύφλην — ὁ, Α βλ. τυφλίνος …   Dictionary of Greek

  • τυφλίνοις — τυφλί̱νοις , τυφλῖνος blind masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”