- τυφλίνος
- ο / τυφλῑνος, ΝΑ, και τυφλίνης και τύφλην, Αζωολ. λόγια ονομασία είδους φιδιού που μοιάζει με στιλπνό σκουλήκι, τού Typhlops vermicularis, τού γένους τυφλώψ, τυπικού εκπροσώπου τής οικογένειας τυφλωπίδεςνεοελλ.λόγια ονομασία άποδης σαύρας, είδος σκίγκου, γνωστό και με την κοινή ονομασία κονάκιαρχ.(κατά τον Ησύχ.) «ἰχθὺς Νειλώϊος»·[ΕΤΥΜΟΛ. < τυφλός + επίθημα -ῖνος (πρβλ. κορακ-ίνος, κυπρ-ίνος), λόγω τών μικρών ματιών τού ερπετού].
Dictionary of Greek. 2013.